βαδίζοντας

βαδίζοντας
βαδίζω
walk
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • εποχούμαι — (AM ἐποχοῡμαι, έομαι) [οχούμαι] μετακινούμαι με μεταφορικό μέσο («μὴ μὲν’ τοῑς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος Τρώων», Ομ. Ιλ.) μσν. 1. κάθομαι επάνω 2. κατευθύνομαι αρχ. 1. (για αρσ. ζώα) οχεύω, βατεύω 2. (για εξαρθρωμένα κόκαλα) στηρίζομαι στο… …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπορώ — (ΑΜ ὁδοιπορῶ, έω) [οδοιπόρος] 1. εκτελώ οδοιπορία, κάνω πορεία, πεζοπορώ, ιδίως βαδίζοντας σε δρόμο μακρύ («ἀποβᾱσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὡδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. διασχίζω έναν τόπο («ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τὶ τούσδε τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • οπισθονόμος — ὀπισθονόμος, ον (Α) (για ένα είδος βοδιών τής Λιβύης τα οποία ήταν αναγκασμένα να βόσκουν υποχωρώντας λόγω τής προς τα εμπρός κλίσης τών κεράτων τους) αυτός που βόσκει βαδίζοντας προς τα πίσω («τοῑς ὀπισθονόμοις βουσί καὶ γὰρ ἐκείνους νέμεσθαί… …   Dictionary of Greek

  • παραιβαδόν — Α επίρρ. (με γεν.) βαδίζοντας δίπλα ή κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («παραιβαδὸν ἀτραπιτοῑο», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + βαδόν (< θ. βαδ τού βαίνω*, πρβλ. εμβάδ ες, βάδην, βαδίζω), πρβλ. ανα βαδόν, εμ βαδόν] …   Dictionary of Greek

  • παρακάμπτω — ΝΑ 1. προσπερνώ ένα σημείο βαδίζοντας πλάι ή γύρω από αυτό 2. μτφ. αποφεύγω δύσκολη κατάσταση, υπερνικώ εμπόδιο, διαφεύγω ενεργώντας έξυπνα και επιδέξια νεοελλ. ναυτ. (για πλοία) περνώ δίπλα από ακρωτήριο και πλέω γύρω απ αυτό, παραπλέω ακρωτήριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”